παραγεράζω

παραγεράζω
και παραγερνώ, -άω
1. φθάνω σε βαθιά γεράματα, γίνομαι πολύ γέρος («παραγέρασε και έχασε τα λογικά του»)
2. γίνομαι αίτιος, συντελώ ώστε να γεράσει κανείς πολύ και πριν από την ώρα του («τόν παραγέρασε ο καημός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γεράζω* «γερνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραγεράζω — και παραγερνώ παραγέρασα, παραγερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον πολύ γέρο: Τον παραγέρασαν οι θάλασσες τον καπετάνιο. 2. αμτβ., γίνομαι πολύ γέρος, γερνώ πρώιμα: Παραγέρασε η γιαγιά και δε βλέπει ούτε ακούει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγέρασμα — το [παραγεράζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγεράζω, το να περνά κανείς σε βαθιά γεράματα …   Dictionary of Greek

  • παραγερασμένος — η, ο βλ. παραγεράζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγερνώ — βλ. παραγεράζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”